- ενύπαρξις
- (-εως) η1) нахождение, содержание (в чём-л.); существование (где-л.); 2) филос, имманентность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενύπαρξη — η (Α ἐνύπαρξις) η ύπαρξη ενός πράγματος μέσα σε κάποιο τόπο ή σώμα … Dictionary of Greek